λαμπαδιάζω

λαμπαδιάζω
λαμπάδιασα, λαμπαδιασμένος, αμτβ., βγάζω φλόγες, καίομαι: Η αποθήκη λαμπάδιασε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαμπαδιάζω — λαμπαδιάζω, λαμπάδιασα, λαμπαδιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαμπαδιάζω — [λαμπάδα] 1. βγάζω φλόγες, φλέγομαι 2. (για φωτιά) φουντώνω, δυναμώνω …   Dictionary of Greek

  • αλαμπάδιαστος — και αλαμπάδιστος, η, ο [λαμπαδιάζω] 1. αυτός που τελείται χωρίς λαμπάδες 2. αυτός που δεν λαμπαδιάζει, που δεν αναδίδει φλόγες …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδιασμα — το [λαμπαδιάζω] 1. το να φλέγεται κάτι 2. το φούντωμα τής φωτιάς 3. ολοκληρωτικό κάψιμο …   Dictionary of Greek

  • φλογοβολώ — φλογοβόλησα, αμτβ., βγάζω φλόγες, πετάω φλόγες, λαμπαδιάζω: Κόλαση... κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου (Δ. Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”